- ἀρθρέμβολα
- ἀρθρέμβολονinstrument for setting limbsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρθρέμβολα — ἀρθρέμβολα, τα (Α) 1. εργαλεία για βασανιστήρια 2. χειρουργικά εργαλεία για την αποκατάσταση εξαρθρωμένων μελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + έμβολον] … Dictionary of Greek
GEHENNA — nomen loci apud Evangelistas; ponitur autem pro inferno, hac occasione, teste Hieronymo. Erat idolum Baal, iuxta Ierusalem, ad radicem montis Moriae, unde Siloa fluit. Haec vallis est parva campi planities irrigua, et nemorosa, plenaque deliciis … Hofmann J. Lexicon universale
αρθρεμβολώ — ἀρθρεμβολῶ ( έω) (Α) [αρθρέμβολα] τοποθετώ στη θέση του εξάρτημα μηχανής … Dictionary of Greek
προαρθρεμβολώ — έω, Α ανατάσσω οστό στην προηγούμενη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀρθρέμβολα «χειρουργικά εργαλεία για την αποκατάσταση εξαρθρωμένων μελών»] … Dictionary of Greek